του Παντελή Μιτσή
Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες η κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος φαίνεται να βελτιώνεται με την αύξηση του επιπέδου ζωής και ειδικότερα του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Αυτή η παρατήρηση συνδέεται με την λεγόμενη Περιβαλλοντική Καμπύλη του Kuznets που αν ίσχυε στην Κύπρο τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο καλύτερος τρόπος προστασίας του περιβάλλοντος θα ήταν να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες για περεταίρω ανάπτυξη της οικονομίας μας. Ωστόσο ακόμα μια διεθνής πραγματικότητα καταρρίπτεται στην Κύπρο, εφόσον τα στατιστικά στοιχεία εισηγούνται ότι όσο πιο πλούσιοι θα γινόμαστε, σε τόσο χειρότερο φυσικό περιβάλλον θα ζούμε.
Φυσικό Περιβάλλον και Οικονομική Μεγέθυνση: Μια Ιδιόμορφη Σχέση
Την κατάσταση του περιβάλλοντος και την οικονομική ανάπτυξη τα συνδέει μια ιδιαίτερη και αμφιλεγόμενη σχέση. Οι πλείστοι από εμάς (οικολόγοι και μη) θα επισημάνουν ότι όσο πιο πλούσια γίνεται μια χώρα, τόσο πιο πολύ καταλύει τον φυσικό της πλούτο και μολύνει το περιβάλλον. Κάποιοι πιο οπτιμιστές ωστόσο θα επικαλεστούν την βελτίωση στην ποιότητα ζωής που δίνει η ανάπτυξη της τεχνολογίας και που μπορεί να οδηγήσει σε εύρεση μεθόδων βελτίωσης του φυσικού περιβάλλοντος. Χωρίς όμως δεδομένα να υποστηρίξει τα λεγόμενά του κανείς δε θα καταλήξει πουθενά.
Όταν κάποιοι οικονομολόγοι προσπάθησαν να εξετάσουν εμπειρικά την διαχρονική σχέση της μόλυνσης του περιβάλλοντος και του κατά κεφαλήν εισοδήματος, κατέληξαν τότε σε ένα καταπληκτικό αλλά μάλλον αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα: Καθώς μια χώρα είναι στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής της η μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος χειροτερεύει, αλλά μετά από ένα επίπεδο ανάπτυξης η κατάσταση στο περιβάλλον αρχίζει να καλυτερεύει (δηλαδή τα συνδέει μια γραφική σχέση σε σχήμα που θυμίζει ανάποδο U). Πιο απλά, η οικονομική μεγέθυνση εντέλει βελτιώνει το φυσικό περιβάλλον αντί να το καταστρέφει! Αυτό το αποτέλεσμα έγινε γνωστό ως Περιβαλλοντική Καμπύλη του Kuznets (Environmental Kuznets Curve, EKC) και τα τελευταία χρόνια έχει δεχτεί σκληρή κρητική και από τις ερμηνευτικές ικανότητες της Madonna.
Οι κύριοι λόγοι για αυτήν την κριτική ήταν ότι το σχήμα (ανάποδο U) της EKC και το επίπεδο ανάπτυξης (δηλαδή του κατά κεφαλήν εισοδήματος) στο οποίο αρχίζει η βελτίωση του περιβάλλοντος, φαίνονται να διαφέρουν από χώρα σε χώρα και επίσης ανάλογα με τον περιβαλλοντικό δείκτη που χρησιμοποιείται. Π.χ., η EKC μπορεί να φαίνεται πως ισχύει αν χρησιμοποιήσουμε τους ρύπους διοξειδίου του άνθρακα (Cο2) ως μέτρο μόλυνσης της ατμόσφαιρας και του περιβάλλοντος, αλλά να καταρρέει αν αντί του Cο2 χρησιμοποιήσουμε τους ρύπους από τα οξείδια του αζώτου (ΝΟx). Ωστόσο, παρόλες τις κριτικές η EKC ζει και βασιλεύει και δεν μπορεί να γίνει μια σοβαρή μελέτη για το φυσικό περιβάλλον σε μια χώρα που να μην την αναφέρει.
Για την σχέση περιβάλλοντος και οικονομικής μεγέθυνσης που περιγράφεται από την EKC, έχουν προταθεί 4 κυρίως εξηγήσεις από την οικονομική θεωρία:
Α) Η πρώτη επικαλείται τις οικολογικές ανησυχίες του λαού, ο οποίος μετά από ένα συγκεκριμένο επίπεδο μόλυνσης λέει «αρκετά» και πιέζει την κυβέρνηση για αυστηρότερους περιβαλλοντικούς νόμους.
Β) Η δεύτερη εξήγηση αναφέρεται στο οικονομικό κόστος που συνεπάγεται η προστασία του περιβάλλοντος και που οι χώρες είναι σε θέση να καλύψουν μόνο μετά από ένα επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης.
Γ) Η τρίτη υποστηρίζει ότι ο τομέας των υπηρεσιών δεν προκαλεί τόση μόλυνση όσο ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας. Εφόσον όσο πιο πολύ αναπτύσσεται μια χώρα τόσο πιο πολύ μεγαλώνει σχετικά ο τριτογενής της τομέας, το περιβάλλον τελικά βελτιώνεται.
Δ) Η τέταρτη και τελευταία εξήγηση στηρίζεται στην θεωρία ότι δημιουργούνται οικονομίες κλίμακας στην προστασία του περιβάλλοντος, δηλαδή από ένα σημείο και μετά οι ίδιες δαπάνες προστασίας έχουν ένα ολοένα πιο θετικό αποτέλεσμα στην κατάσταση του περιβάλλοντος.
Άλλα εμπειρικά αποτελέσματα που βρέθηκαν σε σχέση με το περιβάλλον ήταν και ότι ο λόγος ατμοσφαιρικών ρύπων και Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) τείνει να μειώνεται διαχρονικά, δηλαδή η «κατά μονάδα εισοδήματος μόλυνση» μειώνεται. Επίσης, οι δαπάνες που προορίζονται για την προστασία του περιβάλλοντος εμφανίζονται σταθερές διαχρονικά (και ίσες με το 1%-2% του ΑΕΠ), αλλά πολύ αποτελεσματικές (εφόσον επιτυγχάνεται η μείωση της «κατά μονάδα εισοδήματος μόλυνσης»).
Τι γίνεται στην Κύπρο;
Ας εξετάσουμε τώρα και τι ισχύει στην περίπτωση της Κύπρου. Χρησιμοποιώντας δεδομένα από την έκδοση «Περιβαλλοντικές Στατιστικές 2006» και την ιστοσελίδα της Στατιστικής Υπηρεσίας μπορούμε να καταλήξουμε ότι ούτε και στον τομέα του φυσικού περιβάλλοντος στην Κύπρο ισχύουν τα συνήθη διεθνή αποτελέσματα: Κανένα από τα τρία εμπειρικά αποτελέσματα δεν φαίνεται να ταιριάζει στα Κυπριακά δεδομένα, εφόσον η κατά μονάδα εισοδήματος μόλυνση φαίνεται να αυξάνεται, οι δαπάνες προστασίας του περιβάλλοντος δεν φαίνονται να είναι και τόσο αποδοτικές και το πιο σημαντικό η EKC δεν φαίνεται να ισχύει. Δηλαδή στην Κύπρο η περεταίρω ανάπτυξη δυσχεραίνει, δεν βελτιώνει το περιβάλλον (τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στον κο Περδίκη και την κα Παναγιώτου).
Συγκριμένα, στην Κύπρο η «κατά μονάδα εισοδήματος μόλυνση» για όλους τους περιβαλλοντικούς δείκτες πλην του Cο2 (διάγραμμα 1)αυξάνεται διαχρονικά, ιδιαίτερα τα αστικά απόβλητα που μέχρι το 2003 παρουσιάζουν μια πολύ ψηλή αυξητική τάση. Εδώ ωστόσο πρέπει να αναφερθεί ότι στην έκδοση Περιβαλλοντικές Στατιστικές δεν περιλαμβάνονται στοιχεία από τα έτη εφαρμογής του φιλόδοξου σχεδίου της εταιρείας «Green Dot».
Όσον αφορά στις συνολικές δαπάνες για δραστηριότητες και ενέργειες που αφορούν περιβαλλοντική προστασία στη βιομηχανία ανήλθαν (σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποίησε η Στατιστική Υπηρεσία) σε €41.5 εκ. το 2007, που αντιστοιχούν σε 0,27% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, σε σύγκριση με €29.5 εκ. ή 0.20% το 2006 (διάγραμμα 2). Η άνοδος αυτή αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό σε αυξημένες κεφαλαιουχικές δαπάνες στην τσιμεντοβιομηχανία.
Κατά τομέα οικονομικής δραστηριότητας, οι μεταποιητικές βιομηχανίες κατέγραψαν δαπάνες ύψους €38.1 εκ., οι περισσότερες προερχόμενες από τον κλάδο κατασκευής άλλων, μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων, τον κλάδο παραγωγής τροφίμων και ποτών και την βιομηχανία ξύλου και κατασκευής προϊόντων από ξύλο (εκτός επίπλων). Κατά περιβαλλοντικό πεδίο, οι δαπάνες αφορούσαν: Τον περιορισμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, την διαχείριση των αποβλήτων, την διαχείριση των λυμάτων, την προστασία του εδάφους και των υπόγειων υδάτινων πόρων και την προστασία των φυσικών πόρων και της βιοποικιλότητας.
Όσον αφορά στα σχετικά μεγέθη των δαπανών αυτών, αυτές δεν φαίνονται να ξεπερνούν το 0.30% του ΑΕΠ, ενώ σε άλλες χώρες οι σχετικές δαπάνες κινούνται μεταξύ του 1% και 2% του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι οι εικόνα του περιβάλλοντος δεν είναι και η καλύτερη αυτό χρωματίζει την αναποτελεσμα-τικότητα των δαπανών αυτών στην Κύπρο.
Τέλος, η Περιβαλλοντική Καμπύλη του Kuznets και το ευτυχές αποτέλεσμα «η ανάπτυξη βοηθά το περιβάλλον» δεν φαίνονται να ισχύουν στην Κύπρο, εφόσον η γραφική σχέση ρύπων διοξειδίου του άνθρακα και κατά κεφαλήν προϊόντος μόνον ανάποδο U δεν φαίνεται να θυμίζει.
Ζητείται περιβαλλοντική συνείδηση
Ακολουθώντας λοιπόν την οικονομική θεωρία και τα διεθνή τυποποιημένα δεδομένα καταλήγουμε ότι στην Κύπρο ισχύει μια κάπως ιδιόμορφη σχέση φυσικού περιβάλλοντος και οικονομικής ανάπτυξης, εφόσον δεν παρατηρείται καμία καλυτέρευση των περιβαλλοντικών δεικτών καθώς γινόμαστε «πλουσιότεροι». Δηλαδή για την Κύπρο δεν ισχύει η περίφημη Περιβαλλοντική Καμπύλη του Kuznets και αν συνεχίσουμε να ακολουθούμε την οικονομική θεωρία τότε θα έχουμε να πούμε τα εξής: α) Δεν έχουμε αρκετά δυνατή περιβαλλοντική συνείδηση (ή ισχυρό «πράσινο κόμμα») έτσι ώστε να εφαρμόζονται αυστηρές περιβαλλοντικές πολιτικές, β) η προστασία του περιβάλλοντος είναι αρκετά ακριβή για τα γούστα μας, γ) ο τομέας των υπηρεσιών μας δεν είναι τόσο αναπτυγμένος όσο νομίζουμε και δ) εκτός από ελλειπείς, οι προσπάθειές μας για βελτίωση του περιβάλλοντός μας είναι μη αποδοτικές.
Πηγή: Περιοδικό Σύγχρονη Άποψη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου